ωμοτομώ

ωμοτομώ
-έω, ΜΑ
κόβω κάτι προτού ωριμάσει («ὠμοτομοῡμεν τὰ ἀποστήματα», Παυλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο-τομῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”